παχνήεις
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
παχνήεσσα, παχνήεν, frosty, Nonn. D.3.4.
German (Pape)
[Seite 539] εσσα, εν, reifig, voll Reif, Nonn. D. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παχνήεις: εσσα, εν, ὁ πλήρης πάχνης, Νόνν. Δ. 3. 4.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, ΜΑ
ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].