πεισιχάλινος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισῐχάλῑνος Medium diacritics: πεισιχάλινος Low diacritics: πεισιχάλινος Capitals: ΠΕΙΣΙΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: peisichálinos Transliteration B: peisichalinos Transliteration C: peisichalinos Beta Code: peisixa/linos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, obeying the rein, ἅρματα Pi.P.2.11.

German (Pape)

[Seite 547] dem Zügel gehorchend, Pind. P. 2, 11, ἅρματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit au frein.
Étymologie: πείθω, χαλινός.

Russian (Dvoretsky)

πεισῐχάλῑνος: (ᾰ) повинующийся узде (ἅρμα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πεισῐχάλῐνος: -ον, ὁ πειθόμενος, ὑπακούων εἰς τὸν χαλινόν, ἅρμα Πινδ. Π. 2. 21.

English (Slater)

πεισιχᾰλῑνος obeying the bit ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα (P. 2.11)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός.

Greek Monotonic

πεισῐχάλῑνος: -ον, αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πεισῐ-χάλῑνος, ον,
obeying the rein, Pind.