περιείργω

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείργω Medium diacritics: περιείργω Low diacritics: περιείργω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΡΓΩ
Transliteration A: perieírgō Transliteration B: perieirgō Transliteration C: perieirgo Beta Code: periei/rgw

English (LSJ)

Att. for περιέργω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 574] rings umher einengen, einschließen; ἔτυχεν ὄρυγμα μέγα περιεῖργον, Thuc. 1, 106; Folgde, wie D. Hal. 1, 15; s. περιέργω.

French (Bailly abrégé)

att. c. περιέργω.

Greek (Liddell-Scott)

περιείργω: Ἀττ. ἀντὶ τοῦ παλαιοτέρου τύπου περιέργω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και περιέργω Α
κλείνω, φράζω κάτι από όλες τις μεριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἵργω / ἔργω «εγκλείω, φράσσω»].

Greek Monotonic

περιείργω: Αττ. αντί περιέργω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-είργω, Ion. περιέργω insluiten, afsluiten.