περιείργω
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 574] rings umher einengen, einschließen; ἔτυχεν ὄρυγμα μέγα περιεῖργον, Thuc. 1, 106; Folgde, wie D. Hal. 1, 15; s. περιέργω.
French (Bailly abrégé)
att. c. περιέργω.
Greek (Liddell-Scott)
περιείργω: Ἀττ. ἀντὶ τοῦ παλαιοτέρου τύπου περιέργω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και περιέργω Α
κλείνω, φράζω κάτι από όλες τις μεριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἵργω / ἔργω «εγκλείω, φράσσω»].
Greek Monotonic
περιείργω: Αττ. αντί περιέργω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-είργω, Ion. περιέργω insluiten, afsluiten.