περιχύτρισμα

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχύτρισμα Medium diacritics: περιχύτρισμα Low diacritics: περιχύτρισμα Capitals: ΠΕΡΙΧΥΤΡΙΣΜΑ
Transliteration A: perichýtrisma Transliteration B: perichytrisma Transliteration C: perichytrisma Beta Code: perixu/trisma

English (LSJ)

-ατος, τό, space round an olive-tree marked by potsherds, IG22.2492.44.

German (Pape)

[Seite 601] τό, beim Oelbau, Inscr. 93.

Greek (Liddell-Scott)

περιχύτρισμα: τό, τὸ περὶ τὴν ῥίζαν ἐλαιοδένδρου διάστημα ἐφ’ οὗ συνεσώρευον συντρίμματα ὀστράκων, ὡς τὸ νῦν «πεζοῦλα» καλούμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 44.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα της ελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χυτρίζω.