περιχύτρισμα
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
-ατος, τό, space round an olive-tree marked by potsherds, IG22.2492.44.
German (Pape)
[Seite 601] τό, beim Oelbau, Inscr. 93.
Greek (Liddell-Scott)
περιχύτρισμα: τό, τὸ περὶ τὴν ῥίζαν ἐλαιοδένδρου διάστημα ἐφ’ οὗ συνεσώρευον συντρίμματα ὀστράκων, ὡς τὸ νῦν «πεζοῦλα» καλούμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 44.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα της ελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χυτρίζω.