πεσσευτικός
English (LSJ)
Att. πεττευτικός, ή, όν, skilled in draught-playing: ὁ π., = πεσσευτής, Id.R.333b, 374c; π. παιδιά Eust.1397.14; πεττευτική (sc. τέχνη), = πεσσεία, Pl.Grg. 450d; τὸ πεσσευτικόν Id.Chrm.174b; τὰ πεσσευτικά Id.Alc.1.110e.
German (Pape)
[Seite 603] zum Spiele mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett gehörig, geneigt, geschickt; ἡ πεσσευτική, Plat. Gorg. 450 d, u. eben so τὰ πεττευτικά, Alc. I, 110 e; ὁ πεττ., der in dem Spiel Erfahrene, Rep. I, 333 b; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le jeu de trictrac.
Étymologie: πεσσεύω.
Russian (Dvoretsky)
πεσσευτικός: атт. πεττευτικός ὁ игрок в шашки Plat.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσευτικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, ἔμπειρος εἰς αὐτὸ καὶ ἐπιτήδειος, ὁ πεσσευτικὸς = πεσσευτής, Πλάτ. Πολ. 333Β, 374C· ― πεττευτικὴ (δηλ. τέχνη) = πεσσεία, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 450D· οὕτω, τὸ πεσσευτικό, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β· τὰ πεσσευτικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 1. 110Ε.
Greek Monolingual
και πεττευτικός, -ή, -όν, Α πεσσεύω
1. ο σχετικός με το παιχνίδι τών πεσσών
2. καλός παίκτης τών πεσσών
3. (το θηλ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) ἡ πεττευτική, τὸ πεττευτικόν, τὰ πεττευτικά
το παιχνίδι τών πεσσών.
Greek Monotonic
πεσσευτικός: Αττ. πεττ-, -ή, -όν, κατάλληλος για επιτραπέζιο παιχνίδι με πεσσούς (πεσσοί), επιδέξιος σε αυτό, σε Πλάτ.· πεττευτική (ενν. τέχνη) = πεσσεία, στον ίδ.
Middle Liddell
fit for draught-playing (πεσσοί), skilled therein, Plat.: —πεττευτική (sc. τέχνἠ = πεσσεία, Plat.