πηδηθμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, pulsation, φλεβῶν Hp.Epid.7.39.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, das Springen, Hüpfen; das Schlagen des Herzens, der Adern, der Pulsschlag, φλεβῶν, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πηδηθμός: ὁ, πήδημα, παλμός, Ἱππ. 1221Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σκίρτημα, παλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδῶ + επίθημα -θμός (πρβλ. κινηθμός)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηδηθμός -οῦ, ὁ [πηδάω] hartslag.