πηχύνω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
take in one's arms, embrace, A.R.4.972, Nonn. D. 25.177; τινὰ ἀγοστῷ ib.3.340: more freq. in Med., χείρεσσι AP12.121 (Rhian.), Opp.H.4.286, Nonn. D. 9.30; ἀγοστῷ ib.14.152.
German (Pape)
[Seite 612] auf den Arm geben, πηχύνομαι, auf den Arm, in die Arme uehmen, umarmen; πηχύναντό σε χέρεσσι, Rhian. 5 (XII, 121); Opp. H. 2, 486; τινὰ ἀγοστῷ, Nonn. D. 8, 187. 19, 95 u. öfter; auch Ap. Rh. 4, 972, ἀγρύρεον χαῖον παλάμῃ ἔνι πηχύνουσα, erkl. der Schol. τῷ πήχει τῆς χειρὸς προσηρτηκυῖα.
French (Bailly abrégé)
prendre, porter ou tenir dans ses bras;
Moy. πηχύνομαι m. sign.
Étymologie: πῆχυς.
Greek Monolingual
και μέσ. πηχύνομαι, Α πήχυς
1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.)
2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» — παίρνω στην παλάμη (Νόνν.).