πιοτί

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες
2. οινοποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιοτό, κατά το φαγί].