πνευματοδόχος
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
German (Pape)
[Seite 640] Winde auf-, annehmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτοδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος καὶ ἔχων ἐν ἑαυτῷ πνοὴν ἀέρος, «τὸ πνεῦμα ἀπὸ τῶν πνευματοδόχων ἀγγείων ἀνωθούμενον» Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 86. 2) ἐμπεπνευσμένος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα
2. αυτός που έχει δεχθεί και κατά συνέπεια έχει μέσα του πνεύμα, πνοή, αέρα («τὸ πνεῦμα ἀπὸ τῶν πνευματοδόχων ἀγγείων ἀνωθούμενον», Αν. Οξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωοδόχος].