ποίφυγμα

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίφυγμα Medium diacritics: ποίφυγμα Low diacritics: ποίφυγμα Capitals: ΠΟΙΦΥΓΜΑ
Transliteration A: poíphygma Transliteration B: poiphygma Transliteration C: poifygma Beta Code: poi/fugma

English (LSJ)

-ατος, τό, blowing, snorting, ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασι A.Th.281, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6.

German (Pape)

[Seite 653] τό, das Geschnaubte, ein unter Schnauben herausgestoßenes Schreck- od. Drohwort, Aesch. Spt. 262, u. einzeln bei sp. D.; Hesych. erkl. auch σχῆμα ὀρχηστικόν.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
souffle impétueux ou menaçant.
Étymologie: ποιφύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίφυγμα -ατος, τό [ποιφύσσω: blazen, briesen] kreet. Aeschl. Sept. 280.

Russian (Dvoretsky)

ποίφυγμα: ατος τό досл. тяжелое дыхание, пыхтение, перен. ярость или угроза (произносимая задыхающимся голосом): μάταια ποιφύγματα Aesch. пустые угрозы.

Greek Monolingual

τὸ, Α ποιφύσσω
1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός
2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα
σχῆμα ὀρχηστικόν».

Greek Monotonic

ποίφυγμα: -ατος, τό, φύσημα, ρόγχος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποίφυγμα: τό, τὸ σφοδρῶς καὶ μετὰ ἤχου τὴν πνοὴν ἐκπέμπειν, φύσημα, ῥοχάλισμα, ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασι Αἰσχύλ. 280. 280. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποίφυγμα. σχῆμα ὀρχηστικόν.»

Middle Liddell

ποίφυγμα, ατος, τό,
a blowing, snorting, Aesch. [from ποιφύσσω