ποίφυγμα
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
-ατος, τό, blowing, snorting, ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασι A.Th.281, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6.
German (Pape)
[Seite 653] τό, das Geschnaubte, ein unter Schnauben herausgestoßenes Schreck- od. Drohwort, Aesch. Spt. 262, u. einzeln bei sp. D.; Hesych. erkl. auch σχῆμα ὀρχηστικόν.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffle impétueux ou menaçant.
Étymologie: ποιφύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποίφυγμα -ατος, τό [ποιφύσσω: blazen, briesen] kreet. Aeschl. Sept. 280.
Russian (Dvoretsky)
ποίφυγμα: ατος τό досл. тяжелое дыхание, пыхтение, перен. ярость или угроза (произносимая задыхающимся голосом): μάταια ποιφύγματα Aesch. пустые угрозы.
Greek Monolingual
τὸ, Α ποιφύσσω
1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός
2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα
σχῆμα ὀρχηστικόν».
Greek Monotonic
ποίφυγμα: -ατος, τό, φύσημα, ρόγχος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ποίφυγμα: τό, τὸ σφοδρῶς καὶ μετὰ ἤχου τὴν πνοὴν ἐκπέμπειν, φύσημα, ῥοχάλισμα, ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασι Αἰσχύλ. 280. 280. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποίφυγμα. σχῆμα ὀρχηστικόν.»
Middle Liddell
ποίφυγμα, ατος, τό,
a blowing, snorting, Aesch. [from ποιφύσσω