ποικιλανθής

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

German (Pape)

[Seite 649] ές, buntblumig, von oder mit bunten Blumen, buntfarbig, Clem. Al. u. a. Sp., die vielleicht auch ποικιλανθίς gesagt haben.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλανθής: -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα άνθηποικιλανθής στέφανος»)
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός («ποικιλανθὴς χιτών», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής].