πολύτιτος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τίω) worthy of high honour, Orac. ap. Hdt.5.92.β.
German (Pape)
[Seite 675] = πολύτιμος, hochgeehrt, hoch zu verehren, Orak. bei Her. 5, 92, 2, wo ι lang gebraucht ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très honoré.
Étymologie: πολύς, τίω.
Russian (Dvoretsky)
πολύτῑτος: (ῑ) глубокочтимый (Ἠετίων Her.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύτιτος: -ον, (τίω) ὁ πολλῆς τιμῆς ἄξιος, Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2 [[[ἔνθα]] ῑ, ἴδε Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 72].
Greek Monolingual
-ον, Α
ο άξιος πολλής ή μεγάλης τιμής, αυτός που αξίζει να τιμηθεί πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τιτος (< τίω «τιμώ, εκτιμώ»)].
Greek Monotonic
πολύτῐτος: -ον (τίω), αυτός που αξίζει μεγάλη τιμή, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.