πολυωρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, care, attention, consideration, opp. ὀλιγωρία, Chrysipp. Stoic.3.187, Delph.3(2).88 (iii B.C.), PCair.Zen.527 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, Achtsamkeit, Sorgfalt; Zeno bei S. Emp. pyrrh. 3, 248, vgl. adv. eth. 194; D. Sic. 1, 59; Plut. u. a. Sp.; Suid. erkl. ἐπιμέλεια.
Russian (Dvoretsky)
πολυωρία: ἡ внимательность, забота (ἐπιστροφὴ καὶ π. τινός Sext.; sc. τοῦ θείου Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυωρία: ἡ, ἐπιμέλεια, φροντίς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγωρία, Ζήνων παρὰ τῷ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 248, πρβλ. π. Μ. 11. 194, Διόδ. 1. 59.