πολύπαις

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπαις Medium diacritics: πολύπαις Low diacritics: πολύπαις Capitals: ΠΟΛΥΠΑΙΣ
Transliteration A: polýpais Transliteration B: polypais Transliteration C: polypais Beta Code: polu/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, with many children, Str.17.3.19, LXX 4 Ma.16.10; of swans, Ael.VH1.14: metaph., of Tyre, mother of many colonies, AP7.428.14 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, ἡ, viele Knaben, Diener, Sklaven habend, Τύρος, Mel. 123 (VII, 428).

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui a de nombreux enfants.
Étymologie: πολύς, παῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπαις -παιδος [πολύς, παῖς] rijk aan jongens.

Russian (Dvoretsky)

πολύπαις: παιδος adj. многодетный (εὔπαις καὶ π., sc. μήτηρ Anth.): ἡ π. τύρος Anth. Тир с его большим потомством, т. е. со множеством колоний.

Greek Monolingual

-αιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολύτεκνος
2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγόπαις)].

Greek Monotonic

πολύπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά παιδιά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ τέκνα, Στράβ. 836, Ἀνθ. Π. 8. 161· μεταφορ., ἐπὶ τῆς Τύρου, ὡς μητροπόλεως πολλῶν ἀποικιῶν, αὐτόθι 7. 428.

Middle Liddell

πολύ-παις,
with many children, Anth.