πορφυρόμαλλος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
-η, -ο / πορφυρόμαλλος, -ον, ΜΑ
(νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης
φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας»
ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύμαλλος)].