ποτιμάστιος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιμάστιος Medium diacritics: ποτιμάστιος Low diacritics: ποτιμάστιος Capitals: ΠΟΤΙΜΑΣΤΙΟΣ
Transliteration A: potimástios Transliteration B: potimastios Transliteration C: potimastios Beta Code: potima/stios

English (LSJ)

ποτιμάστιον, an Ep. form, not found in the common form προσμ-, at the breast, π. ἔσχεθε κοῦρον Epic. ap. Sch.S.OC378 (attributed to Sophocles in cod., cf. Coll.Alex.p.247).

German (Pape)

[Seite 689] dor. = προσμάστιος, Soph. frg. 230.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐμάστιος: находящийся у груди, грудной (κοῦρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτιμάστιος: -ον, Δωρ. τύπος οὗ ὁ ἰσοδύναμος κοινὸς τύπος προσμ- εἶναι ἄχρηστος, π. ἔσχεθε κοῦρον Σοφ. Ἀποσπ. 230.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στον μαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + μαστός (πρβλ. ἐπιμάστιος)].