προαλείφω
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A coat, cover beforehand, Aen.Tact.34.1; anoint beforehand, Ruf.(?)ap.Orib.8.40.3:—Med., προαλείψασθαι τὸ πρόσωπον Dsc.3.45, cf. Diph.Siph. ap. Ath.3.90a.
2 Med., smear on to oneself beforehand, τοῦτο Hermes Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).156.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἀλείφω), vorher salben; Schol. Il. 2, 44; Ath. III, 90 a.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰλείφω: ἀλείφω πρότερον, Ροῦφος, κλπ.· ― Μέσ., Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. αλείφω κάτι προηγουμένως
2. αλείφω αθλητή με λάδι πριν από την πάλη
νεοελλ.
1. ετοιμάζω κάποιον για επίκαιρο αξίωμα («τον προαλείφουν για υπουργό τών οικονομικών»)
2. μέσ. προαλείφομαι
προετοιμάζομαι για αγώνα ή για κοπιαστικό έργο, προπονούμαι
αρχ.
καλύπτω κάτι εκ τών προτέρων.