προαναγράφω
From LSJ
English (LSJ)
[γρᾰ], register or record beforehand, App.BC5.145: —Med., ib.1.6:—Pass., POxy.504.17 (ii A.D.); to be written beforehand, J.AJ1.3.4.
German (Pape)
[Seite 706] vorher aufschreiben, App. B. C. 5, 145 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαναγράφω: ἀναγράφω ἢ σημειοῦμαί τι πρότερον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 145. ― Παθ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 6.