προαναμέλπω

English (LSJ)

sing before or first, LXX Wi.18.9.

German (Pape)

[Seite 707] vorsingen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαναμέλπω: ἀναμέλπω πρότερον ἢ πρῶτος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΗ´, 9).

Greek Monolingual

ΜΑ
τραγουδώ προηγουμένως ή τραγουδώ πρώτος («πατέρων ἤδη προαναμελπόντων αἴνους», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναμέλπω «τραγουδώ, υμνώ»].