ἀναμέλπω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A raise a strain, c. acc. cogn., ἀοιδάν Theoc. 17.113; ἁρμονίαν Ph.1.312; οἰκτρὸν μέλος Ps.-Callisth.1.46:—Med., raise a strain, Pae.Delph.13:—Pass., Phld.Mus.p.85K., Plu.Daed.6.
II trans., praise in song, Anacreont.36.2.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de abstr. entonar ἀοιδάν Theoc.17.113, ἁρμονίαν Ph.1.312, ὑμέναιον Plu.2.329e, οἰκτρὸν μέλος Ps.Callisth.54.24, ἐμμελέστατα Iambl.VP 63, en v. pas. ὑμέναιον Plu.Fr.157.6, abs. v. med. Pae.Delph.13.
2 c. ac. de pers. alabar, celebrar con el canto a Βάκχον Anacreont.38.2, αὐτόν Cyr.Al.M.73.269C.
German (Pape)
[Seite 197] anstimmen, Gesang, ἀναμέλψαι ἀοιδάν Theocr. 17, 113; preisen, Βάκχον Anacr. 36, 1.
French (Bailly abrégé)
1 entonner;
2 exalter par un chant, célébrer.
Étymologie: ἀνά, μέλπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμέλπω:
1 запевать (ἀοιδάν Theocr.; τὸν ὑμέναιον Plut.);
2 славить песнями (Βάκχον Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμέλπω: ὑμνῶ, ᾄδω, μετὰ συστοίχου αἰτ. ἐπιστάμενος λιγυρὰν ἀναμέλψαι ἀοιδὰν Θεόκρ. 17. 113. ΙΙ. ἀνυμνῶ τινα, ἀναμέλψομεν δὲ Βάκχον Ἀνακρεόντ. 38 (36). 2.
Greek Monolingual
(Α ἀναμέλπω)
1. τραγουδώ
2. υμνώ, ανυμνώ.
Greek Monotonic
ἀναμέλπω: μέλ. -ψω, ξεκινώ, αρχίζω να τραγουδώ, ἀοιδάν, σε Θεόκρ.