προμαραίνω

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμᾰραίνω Medium diacritics: προμαραίνω Low diacritics: προμαραίνω Capitals: ΠΡΟΜΑΡΑΙΝΩ
Transliteration A: promaraínō Transliteration B: promarainō Transliteration C: promaraino Beta Code: promarai/nw

English (LSJ)

cause to waste away: reduce to nothing, τὸν φόβον Vett. Val.355.27:—Pass., die away first, Arist.Pr.932b33; σταφυλὴ-μεμαρασμένη dried grapes, Aët.12.55; to be wasted, worn out, ὑπὸ φόβου Vett.Val.242.2, cf. 252.27.

Greek Monolingual

Α
1. κάνω κάτι να μαραθεί, προξενώ μαρασμό προηγουμένως
2. μτφ. περιορίζω, μειώνω κάτι στο ελάχιστο («προμαραίνειν τὸν φόβον», Βέττ. Βάλ.)
3. παθ. προμαραίνομαι
α) εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω από πριν
γ) είμαι εξαντλημένος, τσακισμένος εκ τών προτέρων.