προμαραίνω
From LSJ
English (LSJ)
cause to waste away: reduce to nothing, τὸν φόβον Vett. Val.355.27:—Pass., die away first, Arist.Pr.932b33; σταφυλὴ-μεμαρασμένη dried grapes, Aët.12.55; to be wasted, worn out, ὑπὸ φόβου Vett.Val.242.2, cf. 252.27.
Greek Monolingual
Α
1. κάνω κάτι να μαραθεί, προξενώ μαρασμό προηγουμένως
2. μτφ. περιορίζω, μειώνω κάτι στο ελάχιστο («προμαραίνειν τὸν φόβον», Βέττ. Βάλ.)
3. παθ. προμαραίνομαι
α) εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω από πριν
γ) είμαι εξαντλημένος, τσακισμένος εκ τών προτέρων.