προπαραλαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
A receive from another before, D.C.49.18.
II intr., anticipate the menstrual period, Sor.1.21 (nisi leg. προλαμβ-).
III προπαραλαμβανόμεναι ὑποθέσεις previously assumed…, [Ammon.] in Apr.67.15.
2 -ληφθεισῶν τῶν… ἐμπλάστρων previously employed, Orib. Fr.49.
German (Pape)
[Seite 738] (s. λαμβάνω), vorher annehmen, D. Cass. 49, 18.
Greek Monolingual
Α
1. παραλαμβάνω, παίρνω προηγουμένως κάτι από κάποιον
2. χρησιμοποιώ προηγουμένως
3. έχω εμμηνορρυσία πριν από την κανονική μέρα.