προσεκκαλύπτω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
uncover, disclose besides, Str.11.6.4.
German (Pape)
[Seite 758] noch dazu enthüllen, entdecken, Strab. 11, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκκᾰλύπτω: ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», ἀνακαλύπτω τι προσέτι, Στράβ. 508.
Greek Monolingual
Α ἐκκαλύπτω
αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω επί πλέον («ἡ δὲ τῶν Ῥωμαίων ἐπικράτεια... πλεῖόν τι προσεκκαλύπτει τῶν παραδεδομένων πρότερον», Στράβ.).