προσκάμνω

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκάμνω Medium diacritics: προσκάμνω Low diacritics: προσκάμνω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΜΝΩ
Transliteration A: proskámnō Transliteration B: proskamnō Transliteration C: proskamno Beta Code: proska/mnw

English (LSJ)

A work longer, μικρὸν ἔτι π. App.Pun.97.
2 suffer besides, Paus.5.13.6.

German (Pape)

[Seite 767] (s. κάμνω), dabei, dazu, noch mehr arbeiten, sich bemühen, Sp., wie Paus. u. App.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάμνω: ἐργάζομαι μετὰ κόπου προσέτι, Ἀππ. Καρχηδ. 97. 2) πάσχω προσέτι, Παυσ. 5. 13, 6.

Greek Monolingual

Α
1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο
2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον
(«προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»].