προσπαράκειμαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be attached or appended, Antig.Mir.15, Jul.Gal.290c; of landed property, to be adjacent, PFlor.50.72 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 776] (s. κεῖμαι), daneben liegen, gesetzt sein, Antigon. Caryst. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαράκειμαι: Παθ., κεῖμαι πλησίον, Ἀντίγ. Καρύστ. 15.
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι προσκολλημένος ή προσαρτημένος σε κάποιον ή κάτι
αρχ.
(για έγγεια κτήση) συνορεύω («τῆς προσπαρακειμένης λίμνης», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παράκειμαι «βρίσκομαι κοντά σε κάποιον»].