προφυλακτήριον
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
τό, outpost, guard, Hsch. s.v. φρούριον, Tz. H.7.147.
German (Pape)
[Seite 798] τό, Erkl. von φρούριον, Hesych. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προφῠλακτήριον: τό, προφυλακή, φρουρά, Τζέτζ., Ἡσύχ. ΙΙ. προφύλαξις, Βασίλ. τ. 3, σ. 147Α.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
φρούριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετητήριον, ορμητήριον)].