προϋπεκλύω
From LSJ
English (LSJ)
loosen or weaken beforehand, Hld.9.17.
German (Pape)
[Seite 794] (s. λύω), vorher auflösen, entkräften, Hel. 9, 17.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπεκλύω: ὑπεκλύω, παραλύω πρότερον, Ἡλιόδ. 9. 17.
Greek Monolingual
Α
χαλαρώνω προηγουμένως κάτι κρυφά («τὴν ῥύμην τῶν ἱππέων τῷ μεταξὺ προϋπεκλύων», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεκλύω «χαλαρώνω, εξασθενίζω»].