πρόρρητος
From LSJ
English (LSJ)
πρόρρητον, proclaimed, commanded, S.Tr.684.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prescrit, ordonné.
Étymologie: adj. verb. de *προέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόρρητος -ον [* προείρω] bevolen.
German (Pape)
vorher gesagt, Soph. Tr. 681 und A.
Russian (Dvoretsky)
πρόρρητος: предписанный (ἐμοὶ τάδ᾽ ἦν πρόρρητα καὶ τοιαῦτ᾽ ἔδρων Soph.).
Greek Monolingual
-ον, Α προλέγω
(ποιητ. τ.) αυτός που κηρύχθηκε ή διατάχθηκε από πριν.
Greek Monotonic
πρόρρητος: -ον, αυτός που έχει προκηρυχθεί, έχει διαταχθεί, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόρρητος: -ον, προκηρυχθείς, διαταχθείς, προσταχθείς, Σοφ. Τρ. 684.
Middle Liddell
πρόρ-ρητος, ον,
proclaimed, commanded, Soph.