πυκνόστικτος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
πυκνόστικτον, thick-spotted, dappled, ἔλαφοι S.OC1092 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 816] dicht gepunktet, bunt, ἔλαφοι, Soph. O. C. 1094.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pointillé, tacheté.
Étymologie: πυκνός, στίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκνόστικτος -ον [πυκνός, στίζω] gespikkeld, gevlekt.
Russian (Dvoretsky)
πυκνόστικτος: покрытый частыми крапинками (ἔλαφοι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόστικτος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ στίγματα, κατάστικτος, ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1093.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλόστικτος].
Greek Monotonic
πυκνόστικτος: -ον, αυτός που έχει πυκνά στίγματα, κατάστικτος, ἔλαφοι, σε Σοφ.