πυκνόστικτος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόστικτος Medium diacritics: πυκνόστικτος Low diacritics: πυκνόστικτος Capitals: ΠΥΚΝΟΣΤΙΚΤΟΣ
Transliteration A: pyknóstiktos Transliteration B: pyknostiktos Transliteration C: pyknostiktos Beta Code: pukno/stiktos

English (LSJ)

πυκνόστικτον, thick-spotted, dappled, ἔλαφοι S.OC1092 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 816] dicht gepunktet, bunt, ἔλαφοι, Soph. O. C. 1094.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pointillé, tacheté.
Étymologie: πυκνός, στίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνόστικτος -ον [πυκνός, στίζω] gespikkeld, gevlekt.

Russian (Dvoretsky)

πυκνόστικτος: покрытый частыми крапинками (ἔλαφοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόστικτος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ στίγματα, κατάστικτος, ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1093.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλόστικτος].

Greek Monotonic

πυκνόστικτος: -ον, αυτός που έχει πυκνά στίγματα, κατάστικτος, ἔλαφοι, σε Σοφ.

Middle Liddell

πυκνό-στικτος, ον,
thick-spotted, dappled, ἔλαφοι Soph.