πόπαξ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
Interj. = πόποι: ἰού, ἰού, πόπαξ A.Eu.143.
German (Pape)
[Seite 682] ein Ausruf staunendes Unwillens, ἰοὺ ἰοὺ πόπαξ, Aesch. Eum. 138.
French (Bailly abrégé)
interj.
cri de douleur : ah !.
Étymologie: πόποι¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόπαξ [~ πόποι] uitroep van pijn ach!, oh!
Russian (Dvoretsky)
πόπαξ: interj. (при выраж. скорби) ах! Aesch.
Greek Monolingual
Α
επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι.
Greek Monotonic
πόπαξ: όπως πόποι, επιφών., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πόπαξ: ὡς τὸ πόποι, ἐπιφώνημα ἰού, ἰού, πόπαξ Αἰσχύλ. Εὐμ. 143.
Middle Liddell
like πόποι, an exclamation, Aesch.