πᾶ
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
German (Pape)
[Seite 434] abgekürzte dor. u. äol. Form für πατήρ u. voc. πάτερ, vgl. μᾶ. dor. = πῆ, auch indef. πα = πη.
Greek (Liddell-Scott)
πᾶ: Δωρικ. ἀντὶ πῆ; (πᾷ, πῇ), πῶς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 785, Λυσ. 171· ― πα ἀντὶ πη, ὁπουδήποτε, ὁπωςδήποτε, αὐτόθι Λυσ. 155.
Russian (Dvoretsky)
πᾶ: и πᾷ adv. дор. = πῇ.