ρωσόφιλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που διάκειται φιλικά προς τους Ρώσους και το πολιτειακό τους σύστημα («ρωσόφιλο κόμμα»)
2. (το αρσ. πληθ. ώς ουσ.) οι ρωσόφιλοι
οι φίλοι και θαυμαστές του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας, οι οποίοι συγκρότησαν το λεγόμενο Ρωσικό Κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γαλλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιωάννη Περβάνογλου].