σίφουνας

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα μικρά και ελαφρά αντικείμενα
β) (κατ' επέκτ.) ανεμοστρόβιλος, κυκλώνας, τυφώνας, θύελλα
2. μτφ. καθετί που επέρχεται βίαια, που κινείται με ακάθεκτη ορμή («χύμηξε πάνω του σαν σίφουνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σίφων, -ωνος, με τροπή του -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].