σαπρίζω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαπρίζω Medium diacritics: σαπρίζω Low diacritics: σαπρίζω Capitals: ΣΑΠΡΙΖΩ
Transliteration A: saprízō Transliteration B: saprizō Transliteration C: saprizo Beta Code: sapri/zw

English (LSJ)

fut. σαπριῶ, make rotten or make stinking, LXX Ec.10.1:—Pass., rot, decay, σεσάπρισται τὰ ὀστέα Hp.Fract.33.

German (Pape)

[Seite 862] faul, stinkend machen, im pass. Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρίζω: μελλ. -ιῶ, (σαπρός) κάμνω τι σαπρὸν ἢ βρωμερόν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 1). ― Παθητ., σήπομαι, φθείρομαι, σεσάπρισται τά ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 774.

Greek Monolingual

Α σαπρός
προκαλώ τη σήψη, την αποσύνθεση ενός σώματος, σαπίζω («μυῖαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαπρίζω [σαπρός] doen rotten; med.-pass. rotten. Hp.