σκληροδίαιτος

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροδίαιτος Medium diacritics: σκληροδίαιτος Low diacritics: σκληροδίαιτος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: sklērodíaitos Transliteration B: sklērodiaitos Transliteration C: sklirodiaitos Beta Code: sklhrodi/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον, of a hard, austere way of life, Ph.2.163.

German (Pape)

[Seite 900] von harter, strenger, kümmerlicher Lebensart, bes. in Kost und Kleidung, βίος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροδίαιτος: -ον, ὁ διάγων βίον σκληρόν, ζῶν εἰς κακοπάθειαν, Φίλων 2. 163.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διάγει βίο τραχύ, που κάνει σκληρή ζωή, ο εθισμένος στην κακοπάθεια και στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].