σπάσις
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (σπάω)
A drawing up, traction, Arist.Pr.882b27.
II drawing in, suction, ἡ τῆς τροφῆς σ. Id.PA693a17; σπάσει πίνειν, opp. λάψει, κάψει, Id.HA595a9; cf. σπάω III.1.
III = ἀντίσπασις, cj. for στάσις in Sor.2.11.
German (Pape)
[Seite 917] ἡ, das Ziehen, Zucken, der Krampf.
Russian (Dvoretsky)
σπάσις: εως (ᾰ) ἡ σπάω
1 тяга, вытягивание (τοῦ σώματος Arst.);
2 втягивание (в себя), всасывание (τῆς τροφῆς Arst.): σπάσει πίνειν Arst. пить всасывая, сосать жидкость.
Greek (Liddell-Scott)
σπάσις: -εως, ἡ, ἀνάσπασις, τὸ ἀνέλκειν, «τράβηγμα», Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. ΙΙ. κατάσπασις, τὸ ἕλκειν πρὸς τὰ κάτω, ἡ τῆς τροφῆς σπ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10· σπάσει πίνειν, ἀντίθετ. τῷ λάψει καὶ κάψει, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 1· πρβλ. σπάω.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α σπάω/σπῶ]
1. ανέλκυση, τράβηγμα
2. εισρόφηση, ρόφηση προς τα μέσα.