σπογγοθήρας
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
-ου, ὁ, diver for sponges, Plu.2.950b, 981e:—hence ἡ σπογγοθηρική (sc. τέχνη) Poll.7.139.
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, der auf Schwämme Jagd macht, Poll. 1, 96 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pêcheur d'éponges.
Étymologie: σπόγγος, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
σπογγοθήρας: ου ὁ ловец губок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγοθήρας: -ου, ὁ, δύτης ἁλιεύων σπόγγους, «σπογγαλιεύς», «σφουγγαρᾶς», Πλούτ. 2. 950Β, 981Ε· - ἡ σπογγοθηρικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 14.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σπογγαλιέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].