στίλη

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, drop: metaph., like στιγμή, little bit, moment, ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην Ar.V.213.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, der Tropfen, stilla; übertr. sagt Ar. Vesp. 213 τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον στίλην; Schol. σημαίνει τὸ ἐλάχιστον, wie Phot.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
goutte d'eau : ὅσον στίλην AR aussi peu que rien.
Étymologie: DELG hapax, étym. obscure, pê lat. stilla.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στίλη -ης, ἡ druppel, alleen overdr. voor een klein beetje, adv.: ὅσον ὅσον στίλην maar héél héél even Aristoph. Ve. 213.

Russian (Dvoretsky)

στίλη: (ῐ) ἡ капля: ὅσον στίλην Arph. капельку, чуточку.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σταγόνα, στάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται μία φορά στις Σφήκες του Αριστοφάνη και έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στους αρχαίους λεξικογράφους ως προς τη σημ. και την ετυμολόγησή της. Οι αρχαίοι σχολιαστές δίνουν το ερμήνευμα στίλην
ὅτι σημαίνει τὸ ἐλάχιστον, ενώ ο Ησύχιος στίλη
τὸ οὐδέν καὶ τὸ τυχόν
ἔστι δὲ ὁσταλαγμός. Η τελευταία ερμηνεία του Ησυχίου οδήγησε πολλούς να υιοθετήσουν για τη λ. τη σημ. «σταγόνα, στάλα» και να τη συνδέσουν με το λατ. stilla «στάγμα, στάλαγμα, κάτι μικρό». Το ερμήνευμα, ωστόσο, του Ησυχίου «σταλαγμός» οφείλεται πιθανότητα σε παρετυμολογική σύγχυση του τ. στίλη με το λατ. stilla. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. στίλη αποτελεί εσφ. παράδοση ενός αμάρτυρου τ. στίγη (πιθ. λόγω μετρικών αναγκών), ισοδύναμου σημασιολογικά με τη λ. στιγμή (< στίζω), οπότε αρχική σημ. του στίλη θα πρέπει να θεωρηθεί ως «ελάχιστο, στιγμιαίο»].

Greek Monotonic

στίλη: [ῐ], ἡ, σταγόνα, στάλα, Λατ. stilla· μεταφ., μικρό χρονικό διάστημα, στιγμή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στίλη: [ῑ], ἡ, σταγών, «στάλα», Λατ. stilla · μεταφορ. ὡς τὸ στιγμή, μικρόν τι, ὀλίγον τι, κατεκοιμήθημεν ὅσον στίλην Ἀριστοφ. Σφ. 213.

Frisk Etymological English

(-ι-)
Grammatical information: f.
Meaning: drop (Ar. V. 213; metaph. = small thing, moment).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: But for the (expressive?) geminate identical with Lat. stilla id. (Ernout-Meillet s. v.), which however because of stīria (frozen?) drop may stand for *stīr(e)lā (W.-Hofmann s. v. w. lit.). On further attempts for a connection s. στία, στέαρ.

Middle Liddell

στῐ́λη, ἡ,
a drop, Lat. stilla: metaph. a little bit, a moment, Ar.

Frisk Etymology German

στίλη: (-ι-)
{stílē}
Grammar: f.
Meaning: Tropfen (Ar. V. 213; übertr. = Kleinigkeit, Augenblick).
Etymology: Bis auf die (expressive?) Geminata mit lat. stilla ib. identisch (Ernout-Meillet s. v.), das indessen wegen stīria ‘(gefrorener?) Tropfen’ für *stīr(e)lā stehen kann (W.-Hofmann s. v. m. Lit.). Über weitere Anknüpfungsversuche s. στία, στέαρ.
Page 2,799