στρέβλωμα

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέβλωμα Medium diacritics: στρέβλωμα Low diacritics: στρέβλωμα Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΜΑ
Transliteration A: stréblōma Transliteration B: streblōma Transliteration C: strevloma Beta Code: stre/blwma

English (LSJ)

-ατος, τό, wrench, twist, Erot. s.v. σχάς ματα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [[στρεβλῶ, -ώνω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή
2. στραμπούλιγμα
νεοελλ.
στράβωμα, παραμόρφωση.