στρέβλωμα
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
-ατος, τό, wrench, twist, Erot. s.v. σχάς ματα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[στρεβλῶ, -ώνω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή
2. στραμπούλιγμα
νεοελλ.
στράβωμα, παραμόρφωση.