στρέβλωμα
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
-ατος, τό, wrench, twist, Erot. s.v. σχάς ματα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [[στρεβλῶ, -ώνω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή
2. στραμπούλιγμα
νεοελλ.
στράβωμα, παραμόρφωση.