στρηνόφωνος

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνόφωνος Medium diacritics: στρηνόφωνος Low diacritics: στρηνόφωνος Capitals: ΣΤΡΗΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: strēnóphōnos Transliteration B: strēnophōnos Transliteration C: strinofonos Beta Code: strhno/fwnos

English (LSJ)

στρηνόφωνον, rough-voiced or loud-voiced, Call.Com.30.

German (Pape)

[Seite 954] von harter, rauher, starker Stimne, Callias com. bei Poll. 2, 112.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνός + -φωνος (< φωνή)].