στρομβόω
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
3sg. στρομβοῖ· συστρέφει καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 955] wie στροβέω, im Kreise drehen; zum στρόμβος machen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρομβόω: περιστρέφω, περιδινῶ, στρομβούσης αὐτὸν τῆς δίνης Φιλόστρ. 815.