στρωματογραφικός
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρωματογραφία
(«στρωματογραφικά όρια»)
2. φρ. α) «στρωματογραφική κλίμακα»
γεωλ. διαδοχή στρωματογραφικών ενοτήτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια σειρά χαρακτηριστικών συνόλων στρωμάτων που αποτέθηκαν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα
β) «στρωματογραφική στήλη»
γεωλ. συνεχής και αδιατάρακτη ακολουθία στρωμάτων, από τα οποία τα ανώτερα στρώματα είναι νεώτερα από τα κατώτερα, ακολουθία που δείχνει τη σειρά απόθεσης και το πραγματικό πάχος τών στρωμάτων, αλλ. στρωματογραφική κολόνα
γ) «στρωματογραφικός συσχετισμός»
γεωλ. οι νόμοι αλληλουχίας, διαδικασία με την οποία καθορίζεται η χρονική αντιστοιχία δύο διαπλάσεων ή άλλων στρωματογραφικών ενοτήτων
δ) «στρωματογραφικές συσχετίσεις»
γεωλ. η εύρεση και η αντιστοιχία ιζηματογενών, κυρίως, λιθολογικών ενοτήτων της ίδιας ηλικίας
ε) «στρωματογραφική τομή»
γεωλ. φυσική τομή, στο ύπαιθρο, μιας ακολουθίας πετρωμάτων, όπου τα στρώματα παρουσιάζονται το ένα πάνω στο άλλο σε μια κατά το δυνατόν συνεχή και ανεπηρέαστη από μεταγενέστερες παραμορφώσεις σειρά
στ) «στρωματογραφικό κενό»
γεωλ. διάστημα του γεωλογικού χρόνου που δεν αντιπροσωπεύεται από ιζήματα.