στωμυλήθρα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, = στωμυλία, Numen. ap. Eus.PE14.7; στωμυλλήθρα, Phryn.PSp.5B.
Greek (Liddell-Scott)
στωμῠλήθρα: ἡ, = στωμυλία, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 735C: στωμυλλήθρα Α. Β. 5.
Greek Monolingual
και στωμυλλήθρα, ἡ, Α
στωμυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλος «φλύαρος, εύγλωττος» + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. ἀλινδήθρα, κολυμβήθρα). Κατά μία άποψη, στη φρ. στωμυλῆθραι δαιταλεῖς, ο τ. απαντά ως επίθ. πιθ. για σκωπτικούς λόγους. Κατ' άλλους, ο τ. στωμυλῆθραι πρέπει να θεωρηθεί ως ονομ. πληθ. ενός αρσ. τ. στωμυλήθρας].