στύμμα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

(I)
το, Ν στύβω
ό,τι απομένει από στυμμένο φρούτο.
(II)
-ύμματος, τὸ, Α στύφω
1. καθετί που χρησιμοποιείται για τη στερεοποίηση υλικών, ιδίως ύλη κατάλληλη για την πήξη ελαίων και μύρων προκειμένου να διατηρήσουν το άρωμά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
2. βαφική ύλη στην οποία εμβάπτιζαν το μαλλί και τα μάλλινα υφάσματα κατά την προκαταρκτική επεξεργασία τους, πριν από την κυρίως βαφή, για να γίνει ανεξίτηλο το χρώμα τους
3. μτφ. προκαταρκτικό μέσο που αποβλέπει στην προσεκτική ακρόαση («στύμματι αὐστηροτάτῳ παρ' ἔκαστα προσχρῆται τῷ φόβῳ», Κλήμ. Αλ.).