συγκατανέμω
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
A count among, τινά τισι Longin. ap. Porph.Plot.20.
II Med., divide jointly among themselves, τὴν γῆν Th.6.4, cf. Str.10.3.4.
German (Pape)
[Seite 965] (s. νέμω), mit zuteilen. – Med. mit Einem teilen, gemeinschaftlich besitzen, συγκατενείμαντο τὴν γῆν Thuc. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
partager;
Moy. συγκατανέμομαι se partager.
Étymologie: σύν, κατανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατανέμω, Att. ook ξυγκατανέμω, alleen med., samen onderling verdelen.
Greek Monolingual
Α
1. περιλαμβάνω με όμοιο τρόπο, συνυπολογίζω («οἷς καὶ τὸν Ήλιόδωρον συγκατανείμειέ τις», Λογγίν.)
2. μέσ. συγκατανέμομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον («ἀπὸ Χαλκίδος... πλῆθος ἐλθὸν ξυγκατενείμαντο τὴν γῆν», Θουκ.).
Greek Monotonic
συγκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, απονέμω, αποδίδω εξίσου ή ομοίως — Μέσ., μοιράζονται εξίσου μεταξύ τους, ισομοιράζονται, τὴν γῆν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατανέμω: ἀποδίδω, ἀπονέμω ἐπ’ ἴσης ἢ ὁμοίως, Λογγίνου Ἀποσπ. 5. 5. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ διανέμομαι, «μοιράζομαι» (μετ’ ἄλλων), τὴν γῆν Θουκ. 6. 4.
Middle Liddell
fut. -νεμῶ
to assign also:—Mid. to divide jointly among themselves, τὴν γῆν Thuc.