συγκατανέμω

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατανέμω Medium diacritics: συγκατανέμω Low diacritics: συγκατανέμω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΝΕΜΩ
Transliteration A: synkatanémō Transliteration B: synkatanemō Transliteration C: sygkatanemo Beta Code: sugkatane/mw

English (LSJ)

A count among, τινά τισι Longin. ap. Porph.Plot.20.
II Med., divide jointly among themselves, τὴν γῆν Th.6.4, cf. Str.10.3.4.

German (Pape)

[Seite 965] (s. νέμω), mit zuteilen. – Med. mit Einem teilen, gemeinschaftlich besitzen, συγκατενείμαντο τὴν γῆν Thuc. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

partager;
Moy. συγκατανέμομαι se partager.
Étymologie: σύν, κατανέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατανέμω, Att. ook ξυγκατανέμω, alleen med., samen onderling verdelen.

Greek Monolingual

Α
1. περιλαμβάνω με όμοιο τρόπο, συνυπολογίζω («οἷς καὶ τὸν Ήλιόδωρον συγκατανείμειέ τις», Λογγίν.)
2. μέσ. συγκατανέμομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον («ἀπὸ Χαλκίδος... πλῆθος ἐλθὸν ξυγκατενείμαντο τὴν γῆν», Θουκ.).

Greek Monotonic

συγκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, απονέμω, αποδίδω εξίσου ή ομοίως — Μέσ., μοιράζονται εξίσου μεταξύ τους, ισομοιράζονται, τὴν γῆν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατανέμω: ἀποδίδω, ἀπονέμω ἐπ’ ἴσης ἢ ὁμοίως, Λογγίνου Ἀποσπ. 5. 5. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ διανέμομαι, «μοιράζομαι» (μετ’ ἄλλων), τὴν γῆν Θουκ. 6. 4.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to assign also:—Mid. to divide jointly among themselves, τὴν γῆν Thuc.

Lexicon Thucydideum

una colere, to cultivate together, 6.4.5.