συγκλύζω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A wash over, ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσί σε LXX Is.43.2, cf. Ca.8.7:—Pass., to be washed over by the waves, of a ship, Plu. 2.206d,467d.
2 shake up together, κονία συγκλυζομένη Dsc.Eup.1.57.
II metaph. in Pass., to be overwhelmed, Phld.Rh.2.303 S.; to be plunged in debt, Plu. 2.831e.
2 to be in agitation, be in confusion, τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυς μένα πράγματα Philostr.VS1.18.2.
German (Pape)
[Seite 968] überfluten, überschwemmen, übertr., verwirren, pass., Plut. de vit. aer. al. 8, öfter.
French (Bailly abrégé)
inonder de flots qui s'entrechoquent ; ballotter sur les flots ; submerger.
Étymologie: σύγκλυς.
Greek Monolingual
Α
1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού
2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές
3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέη
β) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα πράγματα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλύζω «κατακλύζω, πλημμυρίζω»].