συμβιάζομαι
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
Med., force into union, εἰς ἀλλήλας Longin.10.6, cf. Eun.Hist.p.259 D.: pf. in pass. sense, πάντα τὰ νῦν συμβεβιασμένα which have been forced into union, D.8.41.
French (Bailly abrégé)
faire violence avec ou en même temps ; συμβεβιασμένος, η, ον uni par force.
Étymologie: σύν, βιάζω.
Russian (Dvoretsky)
συμβιάζομαι: вместе захватывать силой, порабощать Dem.
Greek (Liddell-Scott)
συμβιάζομαι: ἀποθετ., συνάπτω διὰ τῆς βίας, στρημώνω, εἰς ἀλλήλας Λογγῖν. 10. 6· ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., πάντα τὰ νῦν συμβεβιασμένα, τὰ διὰ τῆς βίας γενόμενα, Δημ. 100. 3.
Greek Monolingual
ΜΑ
συνάπτω με τη βία
αρχ.
φρ. «πάντα τὰ νῦν συμβεβιασμένα» — όλα όσα έχουν γίνει τώρα με τη βία (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βιάζομαι (< βία)].
Greek Monotonic
συμβιάζομαι: παρακ. -βεβίασμαι, Παθ., συνάπτομαι, εξαναγκάζομαι δια της βίας, υποτάσσομαι ή υφαρπάζομαι δια της βίας, σε Δημ.
Middle Liddell
perf. -βεβίασμαι
Pass. to be forced together, to be reduced or extorted by force, Dem.