συμπαταγέω
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
strike together, clap, χειρῶν συμπαταγουσῶν (v.l. συμπλαταγέω) S.E.M.6.20, cf. Hsch.; v. συμπλαταγέω.
German (Pape)
[Seite 985] zusammenschlagen, χειρῶν συμπαταγουσῶν S. Emp. adv. mus. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συμπᾰτᾰγέω: παταγῶ, κροτῶ ὁμοῦ, συγκροτῶ, χειρῶν συμπαταγουσῶν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 20· ἴδε συμπλαταγέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπᾰτᾰγέω: ударять, хлопать: χειρῶν συμπατ γουσῶν Sext. при рукоплескании.