συμπερονάω
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
pin together, Χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Plu. Crass.25, cf. Apollod.Poliorc.168.6, Them.Or.21.253a.
German (Pape)
[Seite 987] durch eine Spange oder Schnalle womit verbinden, χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Plut. Crass. 25.
French (Bailly abrégé)
συμπερονῶ :
attacher ensemble avec une agrafe ou avec une boucle.
Étymologie: σύν, περονάω.
Russian (Dvoretsky)
συμπερονάω: прикалывать, пригвождать, прибивать (συμπεπερονημένος τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπερονάω: περονάω ὁμοῦ, διὰ περονῶν συνάπτω, ἐπεδείκνυσαν ἑαυτῶν χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Πλούτ. Κράσσ. 25· οἷαι τῶν προσαιτούντων αἱ ἐφεστρίδες συμπεπερόνηνται ἐκ ῥακίων Θεμίστ. 253A.
Greek Monotonic
συμπερονάω: μέλ. -ήσω, διατρυπώ με περόνη, καρφιτσώνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to pin together, Plut.