συμπερονάω

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερονάω Medium diacritics: συμπερονάω Low diacritics: συμπερονάω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΟΝΑΩ
Transliteration A: symperonáō Transliteration B: symperonaō Transliteration C: symperonao Beta Code: sumperona/w

English (LSJ)

pin together, Χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Plu. Crass.25, cf. Apollod.Poliorc.168.6, Them.Or.21.253a.

German (Pape)

[Seite 987] durch eine Spange oder Schnalle womit verbinden, χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Plut. Crass. 25.

French (Bailly abrégé)

συμπερονῶ :
attacher ensemble avec une agrafe ou avec une boucle.
Étymologie: σύν, περονάω.

Russian (Dvoretsky)

συμπερονάω: прикалывать, пригвождать, прибивать (συμπεπερονημένος τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπερονάω: περονάω ὁμοῦ, διὰ περονῶν συνάπτω, ἐπεδείκνυσαν ἑαυτῶν χεῖρας θυρεοῖς συμπεπερονημένας Πλούτ. Κράσσ. 25· οἷαι τῶν προσαιτούντων αἱ ἐφεστρίδες συμπεπερόνηνται ἐκ ῥακίων Θεμίστ. 253A.

Greek Monotonic

συμπερονάω: μέλ. -ήσω, διατρυπώ με περόνη, καρφιτσώνω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to pin together, Plut.