συμπυρόω
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
burn up, consume along with or consume together, E.Cyc.308, Rh.960:—Pass., Id.Supp.1071.
German (Pape)
[Seite 991] mit, zugleich anbrennen, verbrennen; Eur. Cycl. 307 Rhes. 960; pass., Suppl. 1071.
French (Bailly abrégé)
συμπυρῶ :
faire brûler avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, πυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πυρόω [σύν, πυρόω] samen verbranden.
Russian (Dvoretsky)
συμπῠρόω: вместе сжигать (τι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπῠρόω: κατακαίω, συγκατακαίω, μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 307, Ρῆσ. 960. ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1071.
Greek Monotonic
συμπῠρόω: μέλ. -ώσω, καίω μαζί ή από κοινού, σε Ευρ.